νικηφόρου

νικηφόρου
νῑκηφόρου , νικηφόρος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νικηφόρου, δήμος — Νέος δήμος του νομού Δράμας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αδριανής, Άνω Πυξαρίου, Νικηφόρου, Πλατανιάς, Πλατανόβρυσης, Πτελέας Πλατανιάς, Υψηλής Ράχης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρου — Νικηφόρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικηφόρου Φωκά, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Κωνσταντίνου, Άνω Βαλσαμονέρου, Ατσιποπούλου, Γερανίου, Γωνιάς, Ζουριδίου, Καλονύκτου, Κάτω Βαλσαμονέρου, Μαλακίων, Μούντρου,… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρου, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Τραπεζικός υπάλληλος, σύμβουλος επιχειρήσεων και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και στο Πανεπιστήμιο Lasalle Extension του Σικάγου (Διοίκηση Επιχειρήσεων). Σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”